- εΰς
- ἐΰς και ἠΰς, ὁ (ουδ. ἠΰ, τό) (Α)1. γενναίος, ευγενής (α. «ἐὺς παῑς Ἀγχίσαο» β. «υἱov ἐὺν Πριάμοιο»)2. (γεν. πληθ. ουδ.) ἐάων και ἑάωντών αγαθών, τών δώρων («θεοὶ σωτῆρες ἑάων»).[ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ., ο οποίος συνδέεται πιθ. με τα χεττ. aššuš «καλός, ευχάριστος» και αρχ. ινδ. su- «καλώς», ανάγεται δε σε IE *esu-s «καλός, ικανός». Κατ' άλλη άποψη, η λ. συσχετίζεται με αρχ. ινδ. vasu-, αβεστ. vohu- «καλώς» (πρβλ. ουαλ. κύριο όνομα Bello-vesus). Σ' αυτή την περίπτωση ανάγουν τη λ. σε ΙΕ ρίζα *wesu «καλός», η οποία όμως δεν φαίνεται πολύ πιθανή λόγω μη εμφανίσεως F- στη λ. ἐΰς. Ο τ. ἐύς, παράλληλος τ. τού ἐΰς, ερμηνεύεται είτε με μετρική έκταση είτε από επίδραση συνθέτων (πρβλ. ἠύκομος), στα οποία λειτούργησε ο νόμος τής «εκτάσεως εν συνθέσει». Η δασύτητα τής γενικής ενικ. ἑῆος οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς τον τ. ἑοῖο (γεν. εν. τού επικού τ. ἑός*), ενώ το -η- στον ίδιο τύπο δεν έχει ερμηνευθεί με βεβαιότητα. Τέλος, η γεν. πληθ. ἐ-άων, που απαντά πάντα στο τέλος τού στίχου, σχηματίστηκε αναλογικά προς τις καταλήξεις τών ουσ. τής α' κλίσεως (πρβλ. θεάων, μουσάων)].
Dictionary of Greek. 2013.